-
1 θεμίζω
A judge, punish, imper. θεμιζέτω,= μαστιγούτω, νομοθετείτω (Cret.), Hsch.;θεμισσέτω Paus.Gr.Fr.202
:—[voice] Med., [tense] aor. part. θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pi.P.4.141.
См. также в других словарях:
θεμίζω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω» 3. μέσ. θεμίζομαι ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.) … Dictionary of Greek